υδροξο-

υδροξο-
χημ. πρόθημα που χρησιμοποιείται στην ονοματολογία τών σύμπλοκων ενώσεων, για να δηλώσει την παρουσία υδροξυλίων ως υποκαταστατών σε αυτές, όπως λ.χ. τετραϋδροξοχρυσικό κάλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. hydroxo- < hydr-ox- (πρβλ. υδροξύλιο) + -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”